lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαθμιαίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
graded, gradual, progressive
βαθμιαίος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
graduál, odstupňovaný, ponenáhlý, postupný, povlovný, stupňovaný, stupňovitý, vzestupný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allmählich, graduell, schrittweise, stufenweise
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gradual, paulatino, progresivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
graduel, gradué, progressif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
graduale, progressivo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
постепенен, постепенный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
successiv
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паступовы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asteittainen, edistyvä, etenevä, vähittäinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fokozatos, haladó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
evolutivo, gradual, paulatino
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
progresist
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поступовий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
graduał, stopniowy

Σχετικές λέξεις

βαθμιαίος συνώνυμο