lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαλβίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aileron, cover, flap, flapper, flop, lapel, tailgate, tap, trapdoor, valve, vend, vent, wash-out, washout
βαλβίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chlopeň, fiasko, klapka, plácnutí, ventil, ventilek, záklopka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
falltür, klappe, mantel, misserfolg, schütze, ventil
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
slag, ventil
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escotillón, solapa, trampa, válvula
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abatant, abattant, bonde, clapet, crapaudine, fiasco, hayon, manodétendeur, reniflard, soupape, tablier, tape, tournevent, trappe, valve, valvule, veste, volet, électrovalve
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risvolto, valvola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klaff, slag, ventil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вентиль, клапан
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klaff, slag, valv, ventil
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
клапан
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ventiil
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läppä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ventil
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szelep
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vožtuvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solapa, trampa, válvula
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ventil
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вентиль, віддушина, долоня, зупинити, зупинитися, зупинка, зупиняти, зупинятися, клапан, люк, пальма, поршень, припинити, припиняти, скінчити, спинити, спинитися, спиняти, спинятися, ставати, стати, стоп, хлопавка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
klapa, wentyl, zastawka, zawór

Σχετικές λέξεις

βαλβίδα αντεπιστροφής, βαλβίδα egr, βαλβίδα ρύθμισης του ρελαντί παροχή αέρα, βαλβίδα agr, βαλβίδα pcv, βαλβίδα ασφαλείας, βαλβίδα εκτόνωσης, βαλβίδα καυσαερίων(agr), βαλβίδα presta, βαλβίδα ασφαλείας θερμοσίφωνα