lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαμβακερός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cotton, cotton-wool, wad, wadding
βαμβακερός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bavlna, bavlník, vata
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumwolle, baumwollen, watte
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bomuld, garn, vat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
algodón, guata
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coton, cotonnade, cotonnier, fulmicoton, ouate
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bambagia, cotone, ovatta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bomull, garn, vadd, vatt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хлопки, хлопковый, хлопок, хлопчатник, хлопчатобумажный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bomull, garn, vadd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pambuk
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
памук
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пляскач
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
puuvill
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pumpuli, puuvilla
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pamuk
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyapot, pamut, pamutszövet, vatta
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
medvilnė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
algodão
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
bombaž
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бавовна, бавовну, бавовняний, вата, ляпати, нитка, плескати, поплескати, поплескування, удар
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bawełna, bawełniany, wata

Σχετικές λέξεις

βαμβακερός καμβάς, αντώνης βαμβακερός, σπάγγος βαμβακερός, σπάγκος βαμβακερός