lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βιασμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
outrage, rape, violation, violence
βιασμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
násilnost, násilí, porušení, prudkost, přestoupení, znesvěcení, zneuctění, znásilnění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
antun, gewalt, gewalttat, gewalttätigkeit, heftigkeit, vergewaltigung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
vold, voldsomhed, voldtægt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desafuero, fuerza, violación, violencia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
viol, violation, violence
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stupro, violazione, violenza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vold, voldta, voldtekt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестокость, изнасилование, нарушение, насилие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våld, våldta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhunë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нарушение, насилие
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vägistamine, vägivald, vägivaldsus, ägedus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loukkaus, raiskaus, rajuus, väkivalta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasilje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erőszak, kényszer, megbecstelenítés, megszegés, repce
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
furna, violais, violência
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
znásilnenie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засилля, насилля, насильство, примушування, сила
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gwałt, zgwałcenie