lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βοσκός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cowboy, cowherd, cowman, goatherd, herder, herdsman, pastor, shepherd, vaquero
βοσκός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ovčák, pastevec, pastor, pastýř, pasák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hirt, pastor, pfarrer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hyrde, kapellan, præst, sognepræst
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pastor, resero, vaquero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
berg, berger, colin, dindonnier, gardeur, pasteur, pâtre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pastore, pecoraio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjeter, hyrde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пастух, пастырь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hyrde
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bari
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пастух
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
karjus, lambur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaitsija, paimen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gulyás, juhász, marhapásztor, pásztor
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
klebonas, kunigas, pastorius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pastor
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cioban, păstor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pastier
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пастух
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pasterz, pastuch

Σχετικές λέξεις

βοσκός στα αγγλικά, βοσκός μοντέλο, βοσκός ανδρέας, βοσκός φωτογραφίες, βοσκός λύκος, βοσκός συνώνυμα, βοσκός μετάφραση, βοσκός ετυμολογια, ψεύτης βοσκός, ο βοσκόσ