lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα βουλγαρικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
доход, печалба, приход
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα βουλγαρικά, доход στα ελληνικά
έσοδο στα βουλγαρικά