lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητηριάζω στα βουλγαρικά

Λέξη:
δηλητηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
отравям, тровя
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δηλητηριάζω, δηλητηριάζω στα βουλγαρικά, отравям στα ελληνικά
δηλητηριάζω στα βουλγαρικά