lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα βουλγαρικά

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (5):
могъщество, мощ, насилие, сила, авторитет
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα βουλγαρικά, могъщество στα ελληνικά
δύναμη στα βουλγαρικά