lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βουνό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
berg, hade, heap, mount, mountain, prevail, top, upper, upstairs
βουνό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hora, hornatý, horní, hořejšek, nahoru, vyšší
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berg, gebirge
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
berg, bjerg, fjeld, hø, højdepunkt, top, ås
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cerro, montaña, montañoso, montañés, monte, montón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gave, goulet, haut, mont, montagne, montagneux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
montagna, monte, montuoso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berg, berglendt, egg, fjell, fjellkjede, hø, topp, ås
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гора, горный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
berg, fjäll, hö
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bjeshkë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
планина
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гара
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mägi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuori
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gora, planina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hegy, hegyi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kalnas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cerro, montanha, monte, serra
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
munte
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
góra, górski

Σχετικές λέξεις

βουνό με βουνό, βουνό της πελοποννήσου, βουνό τσιμποράσο, βουνό huashan, βουνό huashan στη κίνα, βουνό όλυμπος, βουνό αιγάλεω, βουνό ονειροκρίτης, βουνό μου πενταδάκτυλε, βουνό των κενταύρων