lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βράζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boil, bubble, cook, erupt, ferment, poach, seethe, simmer, steam, stew
βράζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klokotat, kvasit, kypět, navařit, připravit, vařit, vřít
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brausen, brodeln, gekocht, gären, kochen, sieden, überkochen, überlaufen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
koge, kokke, koma, plutre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borbollar, bullir, cocer, cocinar, escaparse, fermentar, guisar, hervir, salirse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouillir, bouillonner, cuire, cuisiner, cuver, fermenter, fricoter, préparer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bollire, cucinare, cuocere, fermentare, lessare, ribollire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ese, gjære, jåsa, koka, koke, putre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бродить, варить, выкипеть, готовить, кипеть, кипятить, отваривать, стряпать, ферментировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jäsa, koka, putare, sjuda
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gatuaj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выкіпець, гатаваць, голова, кіпець, кіпяціць, парыць, травіць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
keema, keetma, küpsetama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keittää, kiehua, kihistä, käydä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kuhati, vreti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
buzogni, forral, forralni, forrni, főzni, szakács
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
virti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cozinhar, fermentar, ferver, guisar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
fierbe
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kuhati
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вариво, варити, варитися, википіти, вирувати, готувати, зварити, кипіння, кипіти, кипіть, нарив
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
fermentować, gotować, kipieć, wrzeć, wykipieć

Σχετικές λέξεις

βράζω ρύζι, βράζω χόρτα, βράζω κάστανα, βράζω στο ζουμί μου, βράζω μπρόκολο, βράζω κουνουπίδι, βράζω γαρίδες, βράζω παντζάρια, βράζω αυγό, βράζω αυγά