lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βρίσκω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
find, found, happen, lie, reside, sit, stand
βρίσκω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bydlet, nacházet, najít, objevit, sehnat, sídlit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufgefunden, finden, gefunden, vorfinden
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
finde, finne, foreligge, hitte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encontrar, estar, figurar, haber, hallar, hallarse, ubicar, yacer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rencontrer, retrouver, résider, trouver
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cogliere, mettersi, risiedere, ritrovare, trovare, trovarsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befinne, fatt, finne, foreligge, funna, hitta, hitte, innfinne, landa
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
находить, отыскивать, приискать, сыскать, улучить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finna, finnas, finne, hitta, landa, stadd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
banoj, gjej
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адшукваць, знаходзiць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asua, löytää, tavata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elhelyezkedik, lelni, megkerül, található, találni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
rasti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
achar, deparar, encontrar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
afla
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
najti, stanovati
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nájsť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бачити, вважати, гадати, дивитися, дивіться, думайте, думати, знаходити, мислити, міркувати, находити, побачити, подумати, простежити, простежувати, слід
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odnajdywać, znajdować, znaleźć

Σχετικές λέξεις

βρίσκω δουλειά, βρίσκω τηλέφωνο, βρίσκω αφμ, βρίσκω συνώνυμα, βρίσκω διεύθυνση, βρίσκω τον ωροσκόπο μου, βρίσκω αμκα, βρίσκω οδό, βρίσκω διαδρομή, βρίσκω το λόγο να ζω