lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βότανο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
allspice, herb
βότανο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
rostlina, tráva
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kraut
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
urt, vest, ørt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hierba
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
herbage, herbe
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
urt, vekst, ørt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трава
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uret, ört
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
barishte
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зёлкі, трава
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yrtti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trava
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
bylina
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
купина, мряка, трава, туман, імла
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ziele

Σχετικές λέξεις

βότανο του αγίου ιωάννη, βότανο λουίζα, βότανο για βήχα, βότανο ταραξάκο, βότανο για το στομάχι, βότανο για πονοκέφαλο, βότανο βάλσαμο, βότανο hyperici herba, βότανο μέλισσα, βότανο για το βήχα