lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γάμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conjugality, couple, marriage, match, matrimony, transient, wedlock
γάμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dvojice, manželství, mariáš, pár, párek, svatba, sňatek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ehe, ehepaar, heirat, hochzeit, pärchen, trauung, vermählung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bryllup, gifte, giftermål, par, ægtepar, ægteskab
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boda, casamiento, matrimonio, pareja, unión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alliance, couple, hymen, mariage, ménage, union, époux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coppia, matrimonio, nozze, sposalizio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ektefolk, ekteskap, gifte, giftermål, kopla, oppløse, par
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брак, бракосочетание, женитьба, замужество, супружество
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gifte, giftermål, koppla, par, äktenskap
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çift
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брак
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
замужжа, пажаніцца, шлюб, щлюб
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
abielu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avioliitto, häät, pari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brak, par, vjenčanje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
házasság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
santuoka, vedybinis, vedybos, vestuvės
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boda, casal, casamento, matrimónio, par, parelha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брак, вада, відмовити, відмовитися, відмовляти, відмовлятися, вінчання, дефект, заміжжя, змагання, марнотратник, матч, одруження, пара, пасувати, подружжя, помилка, псування, рівня, сірник, шлюб, шлюбний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
małżeństwo, zamążpójście

Σχετικές λέξεις

γάμος ονειροκρίτης, γάμος αλά ελληνικά, γάμος 2014, γάμος με τα όλα του, γάμος οργάνωση, γάμος αλά ελληνικά 1964, γάμος βάπτιση, γάμος σε δόσεις, γάμος σε δόσεις greek subs, γάμος σε νησί