lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γάντζος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
angle, barb, catch, cedilla, hook
γάντζος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
háček, klička, příchytka, skoba, udice
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haken, häkchen, pferdefuß
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hægte, knage, medekrog
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anzuelo, gancho
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agrafe, crochet, hameçon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amo, gancetto, gancio, rampino, uncinetto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
angel, hake, hekte, krok, mothake
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крюк, крючок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angel, hake, krok
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аплік, кручок
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haka, koukku, väkä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kuka, udica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
akasztó, fogás, horog, kampó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kabliukas, kablys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anelo, anzol, gafa, gancho, garaveto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hák
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гаплик, гачок, жаба, крючок, фантазія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
haczyk

Σχετικές λέξεις

γάντζος ψαρέματος, γάντζος ξεβραχώματος, γάντζος για τσάντες, γάντζος ρυμούλκησης, γάντζος καροτσιού, γάντζος οροφής, γάντζος ζύμης, γάντζος βιδωτός, γάντζος windsurf, ο γάντζος