lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γάντι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gauntlet, glove, mitt, mitten
γάντι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
palčáky, rukavice
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handschuh
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
handske, vante
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guante, mitón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gant, gantelet, manique, mitaine, miton, moufle, paumelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guanto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
handske, hanske, vante, vott
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перчатка, рукавица
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handske, vante
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пальчатка, рукавiчка, рукавіца
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hansikas, kinnas, käsine, lapanen, sormikas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rukavica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kesztyű
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pirštinė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luva
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
rukavice
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закутайте, закутати, закутувати, кашне, рукавиця, рукавичка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rękawica, rękawiczka

Σχετικές λέξεις

γάντι σε ξύλινο χέρι, γάντι αποτρίχωσης, γάντι monsuno, γάντι spider man, γάντι λεμφοιδήματος, γάντι σιλικόνης, γάντι μασάζ, γάντι για σκύλους, γάντι απολέπισης, γάντι kessa