lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γίνομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
became, become, get, got, halt, stagnate, stand, stay
γίνομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bydlet, meškat, setrvat, stát, zůstat, zůstávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bekommen, bleiben, geschehen, stehen, werden, woraufhin, zutragen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blid, blive, forblive, ske, stå
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hacerse, llegar, permanecer, quedar, quedarse, volverse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
demeurer, devenir, redevenir, rester, stagner, stationner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimorare, divenire, diventare, luogo, restare, rimanere, sorgere, stare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bli, stå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заделать, становить, стать, стоять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bli, ske, stå, vistelse
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
стаяць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jääma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asua, jäädä, käydä, pysyä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
futja, megmarad, áll, állni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
būti, likti, tapti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alegar, ficar, permanecer, quedar, restar, tornar-se
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ostati
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
byť, štát
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вишикувати, вишикуватися, генеалогія, засідати, зморшка, колія, лінія, обрис, посидьте, риска, ряд, сидіти, стояти, сядьте, сісти, тягнутися, черга
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
stać, zostać

Σχετικές λέξεις

γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι νονά, γίνομαι θεός, γίνομαι άντρας, γίνομαι modern greek verbs, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι άριστος στην ορθογραφία, γίνομαι περδίκι