ασηπτικός στα αγγλικά ασηπτικός στα γερμανικά ασηπτικός στα ισπανικά ασηπτικός στα ιταλικά ασηπτικός στα ρωσικά ασηπτικός στα ουγγρική ασηπτικός στα πολωνική
δραστήριος στα αγγλικά θεραπεύω στα ιταλικά ανεκτικότητα στα ισπανικά ορατός στα ρωσικά μπλε στα λιθουανική
ορατός συνώνυμο δραστήριος αντίθετο ανεκτικότητα ορισμόσ θεραπεύω αρχαια μπλε ματια