lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα γαλλικά

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (18):
acompte, acoquiner, affriander, affrioler, aguicher, allécher, appâter, attirer, bercer, dévoyer, enjôler, flatter, frouer, illusionner, leurrer, séduire, tenter, tromper
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα γαλλικά, acompte στα ελληνικά
δελεάζω στα γαλλικά