lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα γαλλικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
boucaner, brouir, brûler, brûlure, charbonner, crémer, filer, flamber, fume, fumer, fumée, rôtir, saurer, torréfier
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα γαλλικά, boucaner στα ελληνικά
καπνίζω στα γαλλικά