lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηγαίνω στα γαλλικά

Λέξη:
πηγαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
aller, bicher, cheminer, conduire, côtoyer, franchi, longer, marcher, passer, remonter, rouler
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά πηγαίνω, πηγαίνω χρόνοι, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω στα γαλλικά, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω στα γαλλικά, aller στα ελληνικά
πηγαίνω στα γαλλικά