lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρώω στα γαλλικά

Λέξη:
τρώω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
avoir, becqueter, becter, bouffer, boulotter, brichetonner, briffer, bâfrer, chiquer, croûter, dévorer, friper, manger, repaître
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά τρώω, τρώω τα νύχια μου, τρώω συνώνυμα, τρώω συνέχεια, τρώω ονειροκρίτης, τρώω ξύλο, τρώω στα γαλλικά, avoir στα ελληνικά
τρώω στα γαλλικά