γελοιοποιεί στα αγγλικά
θάρρος αορτή κίνητρο κατηγορία ελάττωμα γυναίκα πρήξιμο δάκτυλο χαμηλός συναγερμός μοίρα κατορθώνω μηχανή φιλαργυρία καίω ζαμπόν κρύβομαι ποικιλία δελεάζω αναρρώνω