lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γελοιοποιώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deride, lampoon, mock, ridicule, scout, stultify, taunt, twit
γελοιοποιώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
blamovat, směšnost, zesměšnit, zesměšňovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auslachen, lächerlich, spotten, verhöhnen, verspotten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
håne, narre, spotte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
burla, chiflar, chufar, ridiculizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chiner, draper, gouailler, persifler, railler, ridiculiser, rire, satiriser, tourner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irridere, schernire, sfottere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjøne, håne, latterliggjøre, narre, spotte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
высмеивать, высмеять, вышучивать, осмеивать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smäda
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilkkua, ivata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kigúnyolni, kinevetni, nevetség, nevetségessé
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ridiculizar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ośmieszać, wykpić, wyśmiewać

Σχετικές λέξεις

γελοιοποιεί στα αγγλικά