lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γελώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chuckle, grin, laugh, laughter
γελώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
smích, úsměv
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelächter, grinsen, lache, lachen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
grin, latter, le, skratte, smil
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carcajada, reír, risa, risita, sonreír, sonrisa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boubouler, esclaffer, ricanement, ricaner, rire, ris, sourire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ridere, risata, riso, sorridere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
latter, le, skratt, skratta, smil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смех, хохот
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
le, skratt, skratta
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смях, усмивка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рогат, смех
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
naer, naeratus, naerma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hymy, hymyillä, hymähtää, nauraa, nauru, virnistellä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nevetés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
juokas, juoktis, kvatoti, šypsena
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reis, rir, riso, sorrir, sorriso
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
smiech
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
śmiać, śmiech

Σχετικές λέξεις

γελώ ορισμός, γελώ λεξικό, γελώ κλιση, γελώ συνώνυμα, γελάω στα αρχαία ελληνικά