lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άνετος στα γερμανικά

Λέξη:
άνετος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
bequem, frei, freizügig, gemächlich, glatt, gut, komfortabel, leicht, locker, mühelos, salopp, ungezügelt, wohnlich, zwanglos, zweckmäßig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά άνετος, είμαι άνετος, άνετος συνώνυμα, άνετος στα αγγλικά, άνετος στα γερμανικά, bequem στα ελληνικά
άνετος στα γερμανικά