lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιγράφω στα γερμανικά

Λέξη:
αντιγράφω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
imitieren, kopieren, nachahmen, nachbilden, äffen, nachmachen, vervielfältigen, anordnen, befehlen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αντιγράφω, πως αντιγράφω, αντιγράφω προστακτική, αντιγράφω αντέγραψε, αντιγράφω στα γερμανικά, imitieren στα ελληνικά
αντιγράφω στα γερμανικά