lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα γερμανικά

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
abgequält, abmühen, anstrengen, ermüden, foltern, gequält, geschunden, martern, peinigen, placken, plagen, quälen, schurigeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βασανίζω, βασανίζω στα γερμανικά, abgequält στα ελληνικά
βασανίζω στα γερμανικά