lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα γερμανικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
abbruch, anhaben, arg, benachteiligung, beschädigung, böse, einbuße, leid, leiden, nachteil, schaden, schädigen, unbildung, unrecht, verletzen, verletzung, übel, überstand
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα γερμανικά, abbruch στα ελληνικά
βλάπτω στα γερμανικά