lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα γερμανικά

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
locken, reizen, verführen, verlocken, geködert, täuschen, trügen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα γερμανικά, locken στα ελληνικά
δελεάζω στα γερμανικά