lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα γερμανικά

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (24):
autorität, bann, berechtigung, bevollmächtigung, dominanz, energie, ermächtigung, erzwingen, erzwungen, gewalt, großmacht, herrschaft, kontrolle, kraft, leistung, macht, oberherrschaft, potenz, regierung, stärke, vermögen, vorherrschaft, wucht, zwingen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα γερμανικά, autorität στα ελληνικά
δύναμη στα γερμανικά