lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοχλώ στα γερμανικά

Λέξη:
ενοχλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
behindern, behändem, belästigen, bemühen, dazwischenkommen, hindern, plagen, quälen, stören, verhindern, ärgern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ενοχλώ, ενοχλώ συνώνυμο, ενοχλώ συνώνυμα, ενοχλώ μεταφραση, ενοχλώ ισπανικά, ενοχλώ ετυμολογία, ενοχλώ στα γερμανικά, behindern στα ελληνικά
ενοχλώ στα γερμανικά