lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα γερμανικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
eingewirkt, einwirken, wirken, beeinflussen, einfließen, eingehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα γερμανικά, eingewirkt στα ελληνικά
επηρεάζω στα γερμανικά