lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα γερμανικά

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
anmachen, befestigen, fixieren, heften, anbinden, anknüpfen, festmachen, spannen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα γερμανικά, anmachen στα ελληνικά
επισυνάπτω στα γερμανικά