lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ηλικιωμένος στα γερμανικά

Λέξη:
ηλικιωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
alt, bejahrt, betagt, greisenhaft, steinalt, uralt, altbacken, ehemalig, jahrhundertealt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ηλικιωμένος, ηλικιωμένος συνωνυμα, ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος παρασύρθηκε από συρμό του μετρό, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος στα γερμανικά, alt στα ελληνικά
ηλικιωμένος στα γερμανικά