lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα γερμανικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (32):
adresse, anlage, anschrift, arbeitsleistung, befähigen, befähigung, befähigungen, eignung, fakultät, fertigkeit, fähigkeit, geläufigkeit, geschick, geschicklichkeit, gewandtheit, kapazität, kenntnis, know-how, kompetenz, kraft, kunst, können, leistungsfähigkeit, praxis, qualifikation, routine, talent, veranlagung, vermögen, wirksamkeit, wirkungsgrad, übung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα γερμανικά, adresse στα ελληνικά
ικανότητα στα γερμανικά