lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα γερμανικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
dampfen, qualmen, rauchen, abbrennen, brennen, feuern, rösten, verbrennen, räuchern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα γερμανικά, dampfen στα ελληνικά
καπνίζω στα γερμανικά