lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα γερμανικά

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
befriedigen, beruhigen, beschwichtigen, besänftigen, erleichtern, gelindert, lindern, mildern, stillen, trösten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα γερμανικά, befriedigen στα ελληνικά
κατευνάζω στα γερμανικά