lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα γερμανικά

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
abfrieren, auflösen, auftauen, auslassen, ertrinken, ertränken, getaut, lösen, schmelze, schmelzen, tauen, zergehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα γερμανικά, abfrieren στα ελληνικά
λιώνω στα γερμανικά