lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόνο στα γερμανικά

Λέξη:
μόνο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
allein, alleinig, als, bloß, eins, einsam, einzig, einzigartig, irgend, lauter, lediglich, nur, singulär, sondergleichen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μόνο, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί που παιζεται, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί imdb, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, μόνο οι εραστές μένουν, μόνο μια φορά, μόνο στα γερμανικά, allein στα ελληνικά
μόνο στα γερμανικά