lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα γερμανικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
anwesen, attribut, beschaffenheit, besitz, besitztum, besitzung, besonderheit, eigenart, eigenheit, eigenschaft, eigentum, errungenschaft, erwerb, erwerbung, gut, habe, habseligkeiten, herrschaft, merkmal, vermögen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα γερμανικά, anwesen στα ελληνικά
περιουσία στα γερμανικά