lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηγαίνω στα γερμανικά

Λέξη:
πηγαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
abgehen, ausscheiden, befahrene, draufgehen, fahren, folgen, gefahren, gehen, heimfahren, hinfahren, hingehen, kommen, laufen, mit, mitkommen, nachgehen, nachkommen, reiten, rennen, steuern, weggehen, ziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πηγαίνω, πηγαίνω χρόνοι, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω στα γαλλικά, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω στα γερμανικά, abgehen στα ελληνικά
πηγαίνω στα γερμανικά