lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προκαλώ στα γερμανικά

Λέξη:
προκαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
anstiften, ausrufen, bewirken, bringen, erregen, fordern, heraufbeschwören, herausfordern, herausrufen, hervorrufen, provozieren, trotzen, verursachen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά προκαλώ, προκαλώ την τύχη μου, προκαλώ συνώνυμα, προκαλώ μετάφραση, προκαλώ λεξικό, προκαλώ ετυμολογία, προκαλώ στα γερμανικά, anstiften στα ελληνικά
προκαλώ στα γερμανικά