lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρώω στα γερμανικά

Λέξη:
τρώω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
besitzen, eignen, essen, fressen, gegessen, haben, speisen, einnehmen, verzehren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τρώω, τρώω τα νύχια μου, τρώω συνώνυμα, τρώω συνέχεια, τρώω ονειροκρίτης, τρώω ξύλο, τρώω στα γερμανικά, besitzen στα ελληνικά
τρώω στα γερμανικά