lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυλίγω στα γερμανικά

Λέξη:
τυλίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
aufrollen, aufspulen, aufwickeln, einhüllen, einschlagen, einwickeln, umschlagen, wickeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τυλίγω, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω αγγλικά, τυλίγω στα γερμανικά, aufrollen στα ελληνικά
τυλίγω στα γερμανικά