lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα γερμανικά

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (24):
anlegen, anwenden, anwendung, ausnutzen, auswerten, befolgen, benutzen, benutzung, brauchen, einsetzen, gebrauch, gebrauchen, genießen, gewinn, interesse, nutzen, nutzung, profitieren, verdienst, verwalten, verwenden, verwendung, vorteil, zutreffen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα γερμανικά, anlegen στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα γερμανικά