lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γλείφω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lick
γλείφω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lízat, olizovat, olíznout, vylízat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lecken, lutschen, schlecken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
slikke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lamer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
licher, lécher
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lambire, leccare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slikke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лизать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slicka
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëpij
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лізаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nuolaista, nuolla
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyalás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lamber
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лижучи, лизати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
lizać