lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γλυπτική

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
altar, carving, sculpture, statuary
γλυπτική
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
sochařina, sochařství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bildhauerei, bildhauerkunst, plastik, schnitzwerk, skulptur
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skulptur
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entalladura, escultura, talla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
haut-relief, relief, sculpture, statuaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intaglio, scultura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skulptur
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
резьба, скульптура
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skulptur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скулптура
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
разьба, скульптура
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
skulptuur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvanveisto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kiparstvo, skulptura
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
faragás, szobrászat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skulptūra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escultura, estatua, plástica, rosca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
карбівка, різьба, різьблення, скульптура
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rzeźba, rzeźbiarstwo

Σχετικές λέξεις

γλυπτική σώματος, γλυπτική κλασικής εποχής, γλυπτική 1930, γλυπτική στην αρχαία ελλάδα, γλυπτική τέχνη, γλυπτική με πηλό, γλυπτική μπαρόκ, γλυπτική με φελιζόλ, γλυπτική και λιθοξοϊκή στη λατινική ανατολή, γλυπτική στο βυζάντιο