lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γνωστός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquaintance, cognizance, familial, familiar, family, homely, homemade, natal, native
γνωστός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
domácký, důvěrný, familiární, kompetence, poznání, rodinný, rodný, vědomost, vědomí, znalost, známost, známý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bekannt, bekannte, bekannter, erkenntnis, familiär, heimatlich, heimisch, traulich, traut, vertraut
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bekendt, betjent, familiær, fortrolig, indfødt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casero, conocido, conocimiento, familiar, natal, nativo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaissance, connu, familial, familier, natal, patelin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cognizione, conoscente, famigliare, familiare, natale, natio, nativo, paesano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekjent, familiær, fortrolig, innfødt, innland, kjenning, kjent
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
знакомец, знакомый, родствен, родственный, свойский, семейный, сходствен, сходственный, фамильный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekant
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
знаёмы, свой, свойскі
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taju, tuttavuus, tutunomainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poznat, upoznavati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
családi, családias, házi, ismerős, otthoni, otthonos, tudomás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conhecimento, familiar, natal, nativo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знайомий, знайомство, ознайомлення, свійський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rodzinny, swojski, znajomy

Σχετικές λέξεις

γνωστός ηθοποιός απο το 50-50 πέθανε χθές το βράδυ, γνωστός και ως ηλίας νικολάου, γνωστός έλληνας επιχειρηματίας πρώην πράκτορας της στάζι, γνωστός συνώνυμα, γνωστός καθηγητής ποινικού δικαίου πιάστηκε να κλέβει βιβλία, γνωστός ως ηλίας νικολάου, γνωστός επιχειρηματίας από την πάτρα, γνωστός σεφ σκοτωθηκε, γνωστός επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στο χώρο του ψωμιού, γνωστός στο διαδίκτυο και ως ponzi