γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, δε γονατίζω
τύμπανο ευθανασία μάγισσα φύλλο μεσόνιο δυστυχής γενναιότητα περίοδος κοντινός σηκώνω υπάκουος προοδευτικός στρίβω κενό γκρίζος γράσο γαβγίζω μυστηριώδης φτώχεια εύθυμος