lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γούνα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coat, fur, furry, hair, pelt, pile, sheepskin
γούνα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chlup, kožešina, kožich, kožka, kůže, srst
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fell, haar, pelz
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hud, hår, pels, pelsværk, pæls, skind
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabello, pelaje, pelleja, pelo, piel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fourrure, fourré, peau, pelage, pelisse, poil
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cute, pelame, pelle, pelliccia, pelo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hud, hår, pels, pæls, skinn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волос, волосок, мех, меховой, пушной, шерсть, шуба, шубёнка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fäll, hud, päls, skinn
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qime
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кажух, пакрытае, скура, футра, футравы, футровы, шуба, шубат
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
karusnahk, karv, karvkate
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hius, iho, ihokarva, karva, talja, turkis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dlaka, krzno
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bunda, prém, prémes, szőrme
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kailis, plaukas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
borracha, cabelo, cútis, odre, pele, peliça, pelo, pêlo
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kožuh
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
джек, хлопець, хутро, хутровий, хутровою, хутрової, хутряний, хутряною, хутряної, хутряній, шуба
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
futerko, futerkowy, futro, futrzany, sierść

Σχετικές λέξεις

γούνα πάρος, γούνα βιζόν, γούνα ονειροκρίτης, γούνα αστρακάν, γούνα μινγκ, γούνα ελλάδα, γούνα ψάρι, γούνα καστοριά, γούνα πάρου, γούνα από σαμούρι