lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δάκτυλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
digit, finger, toe
δάκτυλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
prst
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
finger, zehe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
finger, tå
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dedo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boudin, doigt, doigtier, index, poucier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finger, tå
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
палец, перст
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finger, tå
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gisht
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръст
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
палец
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sõrm
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sormi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prst
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ujj
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pirštas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dedo, perno
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
prst
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
prst
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палець, символ
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
palec, paluch

Σχετικές λέξεις

δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, δάκτυλο σκανδάλη, δάχτυλο στο στόμα, παράμεσο δάκτυλο, ελληνικό δάχτυλο, παράμεσος δάκτυλο, φουσκωμένο δάχτυλο, φεγγάρι δάχτυλο